Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ρoζα Λουξεμπουργκ, τι σου ’χω φυλαγμενα...

Στην Κόκκινη Γωνιά έχουμε ανεβάσει κατα καιρούς εξαιρετικά κείμενα που δανειστήκαμε από φιλικές (ή και όχι) ιστοσελίδες. Λίγα είναι όμως αυτά, που μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια, πως ταυτίζομαι σε τέτοιο βαθμό μαζί τους, που είναι σα να μου έκλεψαν τις λέξεις που έχω σκόρπιες στο κεφάλι μου και τις έβαλαν με τη σωστή σειρά και στον σωστό χρόνο σε ένα πλήρες κείμενο. Τόσο, που το μόνο που έχω να άφησε να πω είναι, ναι Άννα, έτσι είναι τα πράγματα. θα το παλέψουμε.

Το παρακάτω κείμενο είναι από το νέοσύστατο ιστολόγιο
Μια γυναικεία συντροφική δουλειά, που αναβλύζει φρεσκάδα και διαύγεια. Αξίζει να το τιμήσετε, στην καθημερινή σας περιήγηση στο διαδίκτυο.

avanti maestro

 1906-rosa-luxemburg-in-warsaw-prison-iisg-high-res
 
Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ’χω φυλαγμένα,
πάνω στο κάρρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά

Καμιά φορά θα έπρεπε, ίσως, να γίνεται πιο ξεκάθαρο, πως οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση σήμερα πραγματοποιείται σε μια εποχή που αλλάζει τον χαρακτήρα της κοινωνίας ραγδαία και οριστικά. Αν μετά τη δεκαετία του ’90 οι γκουρού της οικονομίας κήρυξαν το τέλος της ιστορίας, ήρθε σήμερα η εποχή που καλούνται να απαντήσουν σε μία κρίση που επανορίζει όλες τις κοινωνικές σχέσεις ως ιστορικές παγιώσεις.
Δεν έχει περάσει πολύ παραπάνω από ένα έτος, όταν τα κράτη προειδοποιήθηκαν πως το τεράστιο εξωτερικό χρέος τους είναι συγκρίσιμο με τις παραμονές του Β’ Παγκόσμιου. Έχουμε, λοιπόν, όλοι επιδοθεί σε ένα αιματηρό αγώνα, όμως τι ακριβώς είναι αυτό που προσπαθούμε να διασωθεί; Ο πραγματισμός όλων των «υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων» έγκειται στην αποδοχή της ύπαρξης μίας συνεχούς διογκούμενης σφαίρας πλασματικού χρήματος (λέγε με ανάπτυξη), ενάντια στην κάλυψη των αναγκών, όπως αυτές διαμορφώνονται έξω από την ανελευθερία της ετερόνομης εργασίας, χωρίς ανταγωνισμό, χωρίς κέρδη, χωρίς παγκόσμιο πόλεμο.
Η αναγνώριση του παραλόγου και αδύνατου της συνεχούς ομαλής συσσώρευσης πλούτου αντιφάσκει με αυτούς που προοιωνίζουν έναν υψηλά ανεπτυγμένο καπιταλισμό άνευ ιμπεριαλιστικών υπερβολών, μια ρυθμισμένη παραγωγή χωρίς διαταραχές πολέμου. Συνεχής διόγκωση δηλαδή, σ’ έναν πεπερασμένο κόσμο, χωρίς καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Οι σοσιαλδημοκράτες συνθηκολόγησαν μπροστά στον καπιταλισμό, τόσο οικονομικά, όσο και ιδεολογικά. Έτσι, προκύπτει η πίστη τους στην αιώνια διάρκεια, στη φυσική ρύθμιση, σε ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο του ίδιου συστήματος της ετερόνομης εργασίας. Ταυτόχρονα, θέτουν εαυτόν απέναντι στον καπιταλισμό, σε μια ηθική αντίθεση. Αυτή είναι η γνήσια αντίφαση του μικροαστού.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήδη στην πρώτη της πολεμική ενάντια στον Μπερνστάιν, υπογραμμίζει την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον τρόπο αντιμετώπισης της ιστορίας με ολιστική οπτική ή με μονομερή μηχανιστικό αυτισμό. Η πάλη της είναι από τη μία ενάντια στην υλική σκλαβιά από τον καπιταλισμό και από την άλλη ενάντια στην ιδεολογική σκλαβιά της ενσωμάτωσης. Αυτός ο αντίπαλος ήταν για τη Ρόζα εξίσου επικύνδυνος. Ο θάνατός της ήρθε από αυτόν, από το χέρι των πιο αμείλικτων και πραγματικών εχθρών της. Το γεγονός ότι η Ρόζα παρέμενε όρθια παρά την ήττα της εξέγερσης του Γενάρη του 1919, που από χρόνια είχε με διαύγεια προβλεφθεί, είναι το σωστό επακόλουθο της ενότητας θεωρίας και πράξης στη δράση της, η διεισδυτική της ματιά στην ολότητα της ιστορικής διαδικασίας. Είναι, επίσης, η αιτία του θανάσιμου μίσους των δολοφόνων της, των σοσιαλδημοκρατών.
Ο χωρισμός του παραγωγού από την παραγωγική διαδικασία, ο κατατεμαχισμός της εργασιακής διαδικασίας σε μέρη, χωρίς να αποτελεί σημαντικό σημείο ο άνθρωπος ως δημιουργικό υποκείμενο, η εξατομίκευση της κοινωνίας σε ικανές για εργασία μονάδες έπρεπε αναγκαστικά να επιδράσει και πάνω στη φιλοσοφία του καπιταλισμού. Κάπως, έτσι, η κλασική οικονομία αντιμετώπισε την καπιταλιστική ανάπτυξη με την οπτική του μεμονωμένου καπιταλιστή και μπλέχτηκε σε μια σειρά άλυτων αντιφάσεων. Η «συσσώρευση κεφαλαίου» της Ρ.Λ. ξαναπιάνει τη μέθοδο του νεαρού Μαρξ της «Αθλιότητας της Φιλοσοφίας». Έτσι, όπως σ’ αυτό το έργο, αναλύονται οι ιστορικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατή την οικονομία του Ρικάρντο και του Σμιθ. Οι αστοί οικονομολόγοι δεν μπορούν παρά να ταυτίσουν την κοινωνική πραγματικότητα με τους φυσικούς νόμους. Έτσι, και η σοσιαλδημοκρατία, σαν ιδεολογική έκφραση εκείνου του τμήματος της τάξης που έγινε μικροαστικό και συνενδιαφερόταν για την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση του κόσμου, αλλά χωρίς παγκόσμιο πόλεμο, δεν μπορούσε παρά να εννοεί την ανάπτυξη ως η καπιταλιστική συσσώρευση να λαμβάνει χώρα στο κενό μαθηματικών τύπων. Η σοσιαλδημοκρατία έπεσε, έτσι, σε μια πολιτική εκτίμηση πολύ πιο καθυστερημένη και από αυτή των βδελυρών μεγαλοαστών και πήρε τον ρόλο που της αναλογεί: τη θέση του φύλακα της αιωνιότητας της οικονομικής καπιταλιστικής διάταξης.
Υπάρχει κάτι πολύ διακριτό στον μαρξισμό της Λούξεμπουργκ. Πρόκειται για μια πολύ ξεκάθαρη διεθνιστική κομμουνιστική οπτική που εναντιώνεται στην αποικιοκρατία, στην εθνική ανάπτυξη, στον μιλιταρισμό. Στα 1914 ήταν μία από τους πολύ λίγους σοσιαλιστές στη Γερμανία, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, που ξεκάθαρα στο όνομα του διεθνισμού, εναντιώθηκαν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Να γιατί, είδε του Ρώσους επαναστάτες σαν τους ανθρώπους που έσωσαν τη διεθνιστική τιμή του σοσιαλιστικού κινήματος, αφού εναντιώθηκαν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αρνούμενοι να τον συνεχίσουν.
Η ικανότητα να διοχετεύονται οι κρίσεις στην περιφέρεια δημιούργησε από το ’50 και μετά την ψευδαίσθηση στις δυτικές κοινωνίες πως δεν θα ζήσουν ξανά πόλεμο, αφού ο καπιταλισμός αυτοαναπαραγόταν με νεκρούς αλλού στη γη, με καταστροφή άλλων χωρών -για να ανοικοδομηθούν δίνοντας νέα πνοή στην αγορά, με ειδικές οικονομικές ζώνες σε άλλες ηπείρους. Και όσοι δεν έβλεπαν τον πόλεμο στο εξωτερικό,  για κάποιο περίεργο λόγο που υποψιάζομαι πως συνδέεται με αυτό, δεν φαίνοταν να ενοχλούνταν ιδιαίτερα ούτε με τον πόλεμο στο εσωτερικό. Άλλωστε, οι πόλεμοι προϋποθέτουν τη συνοχή της κοινωνίας σε έναν μανιώδη εθνικισμό, που πάντα οδηγεί εθελόδουλα τους εργάτες στα σφαγεία. Με άλλα λόγια, αν επιζητάς την έξοδο από την κρίση, την πιο «ορθολογική» και «ανώδυνη», δε ζητάς παρά την επιλογή ενός τρίτου κοινωνικού παγκοσμίου πολέμου απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας.
Στις 19 Σεπτέμβρη του 1914 δημοσιεύεται η πρώτη δημόσια διακήρυξη από κοινού με τον Καρλ Λήμπνεχτ, τον Φρανς Μέρινγκ και την Κλάρα Τσέτκιν ενάντια στη θέση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας για τον πόλεμο. Από τον Φλεβάρη του 1915 και για έναν χρόνο γράφει στη φυλακή τη μπροσούρα του Γιούνιους. Εκεί, εμφανίζεται για πρώτη φορά το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Εκφράζεται ξεκάθαρα πως αν ο Πλεχάνοφ υποστήριζε πως “Η νίκη του σοσιαλιστικού προγράμματος είναι τόσο σίγουρη όσο η ανατολή του ήλιου την επόμενη μέρα”, η αντίληψη της Ρόζας είναι ένα κάλεσμα για δράση, για παρέμβαση, για οργάνωση, επειδή το μέλλον δεν είναι εγγυημένο, είναι απλώς μια δυνατότητα. Και πάντα υπάρχει η πιθανότητα αυτού πού λέγεται βαρβαρότητα. Η μπροσούρα αυτή είναι η αντίδραση στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στην προδοσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στις αρχές του σοσιαλιστικού διεθνισμού. Οι εξελίξεις που οδήγησαν σε αυτόν τον πόλεμο αποτέλεσαν μια τρομερή τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ήταν ο πρώτος με την πλήρη έννοια της λέξης “ιμπεριαλιστικός” πόλεμος, που διαδραματίστηκε στη βάση του ανεπτυγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού όπου οι μεγάλες δυνάμεις πάλεψαν για την παγκόσμια κυριαρχία. Ακόμη και σε αυτούς που γνωρίζουν την κριτική των Ρώσων μαρξιστών, η Ρόζα Λούξεμπουργκ δείχνει στοιχεία αποφασιστικής σημασίας για την μετέπειτα διαμόρφωση των επαναστατικών κινημάτων. Είναι μοναδικός ο τρόπος που θέτει το ζήτημα των συνεπειών που είχε η στάση της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας για ολόκληρο το εργατικό κίνημα και της ριζικής αυτοκριτικής που θα έβγαζε το κίνημα από την κρίση του. Με υποδειγματικό τρόπο, η Ρ. Λ. αναλύει αφιερώνοντας πολλές σελίδες τις εξελίξεις στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, το πέρασμα από την εποχή της belle epoque στην οικονομική κρίση, τους ανταγωνισμούς για αποικίες (λέγε με ειδικές οικονομικές ζώνες), τον ρόλο των εθνικών κρατών. Όμως ο βασικός στόχος της δεν είναι να αναλύσει τις αντικειμενικές συνθήκες, αλλά να αναδείξει το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας.

Μεταρρύθμιση ή επανάσταση

Η Ρ.Λ. απαντά σε μία σειρά άρθρων με τίτλο «Προβλήματα Σοσιαλισμού» στην επιθεώρηση του Μπερνστάιν και στο έργο του «Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας».  Στην περιεκτική της απάντηση αναλύει τις βασικές αντιθέσεις της αστικής κοινωνίας και τις αντανακλάσεις αυτών στο σοσιαλιστικό κίνημα. Η ανάλυση αυτών των αντιθέσεων, κρατά διακριτές αποστάσεις από τη θεωρία περί ομαλής διάλυσης της αστικής κοινωνίας υπό το βάρος τους και μιλά για τις ιστορικές τάσεις, που ως δυνατότητα υπάρχουν και η πραγμάτωσή τους έγκειται στην ταξική πάλη. Με το έργο αυτό, δεν αντιτίθεται απλώς στην επίσημη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και στους Ρώσους μπολσεβίκους.
Στο πρώτο μέρος, διερωτάται πάνω στην επιλογή του τίτλου της. Μπορεί η μεταρρύθμιση να αντιπαραβάλλεται ως αντιπαραθετικός πόλος στην επανάσταση και το αντίθετο; Αντίθετα, απαντά, η καθημερινή πρακτική εντός της αστικής συνθήκης συνδέεται με τη στρατηγική με μία σχέση μέσου-σκοπού. Σαφής και λιτή, καθιστά ξεκάθαρο το σκοπό του άρθρου της: να καταδείξει ότι ο Εδουάρδος Μπερνστάιν, στη Νέα Εποχή, προτρέπει στην αντικατάσταση του σκοπού από το μέσο, στην αποθέωση, εν τέλει, της υπαρκτής πραγματικότητας ως αιώνιας. Εξοβελίζει την απελευθέρωση από την μισθωτή σκλαβιά της ετερόνομης εργασίας στο πεδίο του μη – πραγματικού και, βιάζοντας τον ιστορικό υλισμό, στο πεδίο του μη – πραγματοποιήσιμου. Ωστόσο, ακριβώς αυτό, η αντίληψη του υπαρκτού ως μόνης νόμιμης συνθήκης για το τώρα, είναι η συστηματική διαφορά μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και αστικής δημοκρατίας, λέει η Ρ.Λ.. Διαβλέπει τη μετάλλαξη και την ενσωμάτωση του κόμματος εκείνου στο οποίο είχε στρατευτεί. Η διαφωνία της, λέει, δεν αφορά την ορθότητα ή μη της μιας ή της άλλης τακτικής επιλογής, αλλά της ίδιας της ουσίας της αναγκαιότητας ή μη αντίπαλου πολιτικού δέους στην αστική ιδεολογία.
Η Ρ. Λ. στάθηκε στη διεθνοποίηση του καπιταλισμού ως κατάργηση των φραγμών μετακίνησης κεφαλαίων και τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό. Όσο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης ενεπλάκησαν σε διαδικασίες νομιμοποίησης και αγώνα για εθνική αυτοδιάθεση, η Ρ.Λ. διέβλεπε από τότε ότι η απάντηση πρέπει να αναφέρεται στο διεθνοποιημένο κεφάλαιο. Για την ίδια, η Πολωνία δεν έπρεπε να παλέψει για την ανεξαρτητοποίησή της από τη Ρωσία, αλλά ενάντια στον καπιταλισμό. Η Ρ. Λ. εξηγεί την αύξηση του μιλιταρισμού σε σύνδεση με την οικονομική συνθήκη και με πύρινους λόγους προτρέπει την εργατική τάξη να μη συμμετέχει σε κανέναν εθνικό πόλεμο.
Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας, έγραφε ο Μαρξ. Για να μπορέσει να ανατρέψει τον καπιταλισμό, το προλεταριάτο χρειάζεται πολιτική εκπαίδευση, ταξική συνείδηση και οργάνωση. Όλα αυτά δε θα αποκτηθούν, έλεγε η Ρ.Λ., φυσικά, με βιβλία και προκηρύξεις, αλλά κύρια με το ζωντανό πολιτικό σχολείο, με την πάλη, μέσα στην πάλη, στην ασταμάτητη πορεία της επανάστασης. Διάκριση οικονομικής και πολιτικής πάλης δεν υπάρχει. Κάθε οικονομική νίκη μπορεί να είναι επαναστατική μόνο όταν θέτει θέμα εξουσίας και αμφισβητεί την πηγή που γεννά την αδικία.
Αντίθετα με την ορθόδοξη σοσιαλδημοκρατία της Β’ Διεθνούς δεν θεωρούσε την οργάνωση προϊόν επιστημονικοθεωρητικής επίγνωσης ιστορικών κανόνων, αλλά ένα ζωντανό προϊόν της ταξικής πάλης. Θεωρούσε ότι υπάρχει μια διαλεκτική και όχι μια λογική σταδίων που ιεραρχεί πρώτα το κίνημα και την οικονομική πάλη, μετά το κόμμα και τον πολιτικό αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας. Οτιδήποτε μερικό ήταν για τη Ρ.Λ. σημαντικό μόνο ως μέσο για τον τελικό σκοπό: την ανατροπή του οικονομικού συστήματος που γεννά κάθε βαρβαρότητα. Η σημερινή αυτοαποκαλούμενη επαναστατική αριστερά θεωρεί ότι η τάξη πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί με τον αγώνα στην κατάκτηση μικρών αιτημάτων ή αποκλειστικά οικονομικών αιτημάτων ώστε να ωριμάσει για την κατάκτηση των πολιτικών αιτημάτων αλλά και την ίδια την αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας. Για μιά ακόμη φορά στο αμείλικτο δίλλημα “μεταρρύθμιση ή επανάσταση”, απαντά με το πρώτο.

Μη με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο

Οι κυβερνήσεις δίνουν τον τόνο των αλλαγών και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα τρέχει ασθμαίνοντας να χωρέσει στη νέα πραγματικότητα. Αν η παραδοσιακή δεξιά αναπαράγει το επίσημο κρατικό δόγμα, η αριστερά στο σύνολό της σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό αναπαράγει τη γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας.  Κοινός στόχος, παρά τις «αντιπαραθετικές» διακηρύξεις είναι η εφαρμογή μιας «κεντρικής λύσης» ενάντια στην κρίση που το αστικό κράτος θα δώσει, υπό την πίεση του κινήματος. Πρόκειται για μία κοινή πολιτική αντίληψη που μάταια φιλοδοξεί να ξαναμοιράσει λίγο από τον πλούτο χωρίς να αμφισβητεί ούτε λίγο από την αστική εξουσία, χωρίς καν η τελευταία να μυρίσει λίγη επαναστατική απειλή.  Χωρίς δομές εργατικής εξουσίας, αλλά με μορφώματα συνεργασίας και αριστερά βήματα και ελεγκτικές επιτροπές. Καμία φαντασία… Πάλι, μια απ’ τα ίδια με τον γνωστό συνδυασμό που σκοτώνει: αόριστη επαναστατική επίκληση – στόχευση νέο “κοινωνικό συμβόλαιο”.
Η επιλογή της σοσιαλδημοκρατίας για εθνική λύση σήμερα είναι πρακτικά αδύνατη, τόσο αδύνατη όσο η επαναφορά του καπιταλισμού σε παλαιότερο πρότυπο παραγωγής και ανάπτυξης, και ολέθρια, τόσο ολέθρια όσο η εθνικιστική υστερία που την περιβάλλει. Πολλοί για χρόνια μιλούσαν για την ανατροπή ενός συστήματος εκμετάλλευσης που «δεν αντέχει άλλο», αλλά όταν η ιστορία τους συνάντησε, οπισθοχώρησαν αμήχανα. Με  νοσταλγική ανάμνηση του κοινωνικού κράτους, οι υμνητές της ρήξης και της ανυπακοής προσμένουν την υπεύθυνη δύναμη που θα βάλει φρένο στην «καταστροφική λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού» και στο παρασιτικό τραπεζικό κεφάλαιο. Δεν πέρασε πολύς καιρός, άλλωστε, από όταν ψηλάφισαν την πολυπόθητη «γραμμή μαζών» στο ύψωμα της γαλανόλευκης, αφού δείλιασαν μπροστά στα υπαρκτά διλήμματα της κρίσης μιλώντας για συνθήκες ανώριμες και όρους ασυσσώρευτους. Τα τσιτάτα τους, ωστόσο, παραμένουν διφορούμενα κατά τρόπο ύπουλο, αφού τα αντιφατικά επικοινωνιακά μηνύματα κρατούν απασχολημένο το πόπολο.
Αρκετοί συνεχίζουν να ελπίζουν να κουνήσουν το κομματικό τους σημαιάκι, σε μια «θεαματική» εμφάνιση στο «κεντρικό πολιτικό σκηνικό», όπως ονομάζουν το πολιτικό παιχνίδι στα τηλεοπτικά παράθυρα. Υποτάσσονται στην αστική έννοια της πολιτικής διαμεσολάβησης, στο «καθήκον» των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων να «ενοποιήσουν ανώτερα» και να «εκφράσουν συνολικά» τις διάσπαρτες κοινωνικές αντιστάσεις. Αλλά πόυ; Μα, το είπαμε: στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, αυτό που στήνεται γύρω από την κάλπη με λίγη γαρνιτούρα από διαδήλωση, αφού μόνο ένας επίσημος πολιτικός φορέας μπορεί να αναδείξει το συνολικό ζήτημα της εξουσίας. Λες και είναι ένα ερώτημα που θα λυθεί κεντρικά, λες και δεν αναβλύζει μέσα από κάθε εργατική μάχη και ειδικά τον καιρό της κρίσης.
Η πολιτική διαμεσολάβηση ή η ενότητα της αριστεράς, ή ότι άλλο, δεν έχει καμία αξία απολύτως, εάν δεν υποτάσσεται στο σχέδιο της γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας του ανεξάρτητου κέντρου αγώνα, των γενικών συνελεύσεων σε κάθε χώρο. Αν δεν διεκδικούμε σήμερα την εξουσία σε κάθε κοινωνικό χώρο, ποιός άραγε θα μας δώσει τις προϋποθέσεις να πάρουμε την εξουσία σε συνολικό και πανκοινωνικό επίπεδο. Σήμερα, άλλωστε, η κρίση επαναφέρει τη συζήτηση τόσο στη δυνατότητα της επανάστασης από τη μία αλλά και από την άλλη στην αδυναμία οριστικής νίκης χωρίς την ύπαρξη δομών των εργατών που θα μπορούν να δουν πέρα από την ανατροπή μιας κυβέρνησης, που θα πάρουν στα χέρια τους ολόκληρη την κοινωνική οργάνωση. Χρέος μας είναι να δημιουργήσουμε αυτές τις δομές, με αυτή την πολιτική.
…….
Τον Γενάρη του 1919, η Ρόζα που γεννήθηκε τη χρονιά της Παρισινής Κομμούνας,  συμμετέχει στην Κομμούνα του Βερολίνου. Στις 14 Ιανουαρίου γράφει το τελευταίο της άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο». Την επόμενη, 15 Γενάρη του 1919, συλλαμβάνεται και δολοφονείται. Το πτώμα της, όπως και το πτώμα του Καρλ Λήμπνεχτ, ρίχνεται στα κανάλια του Βερολίνου. Την Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 1919, σε μια αποβάθρα εντοπίζονται τα πτώματα των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η Ρόζα δεν είχε στηρίξει τα εθνικά οράματα της Γερμανίας μπροστά στον πόλεμο. Η «κόκκινη» Ρόζα προέταξε την αξία του ανθρώπου, ως την αναλλοτρίωτη εκείνη ουσία των χειραφετητικών τάσεων του ανθρώπου, πεπεισμένη ως το τέλος πως το τέλος της κοινωνίας της εκμετάλλευσης δεν περνά από την στρατιωτικού τύπου στράτευση των «μαζών». Η σκέψη της ακολούθησε πιστά την εναντίωση στη ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία, τη διεθνιστική πάλη ενάντια στον μιλιταρισμό και την διαλεκτική της επαναστατικής δράσης. Αποχώρησε από το SPD και κάλεσε την εργατική τάξη να μη στρέψει τα όπλα της παρά μόνο στα αφεντικά της. Η εξέγερση του Γενάρη του 1919 πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση των πρώην συντρόφων της και το αίμα της Ρόζας βάφει για πάντα τα χέρια τους. Από εκείνη τη στιγμή, τα κόκκινα νερά του Σπρέε χωρίζουν τις δύο επιλογές.
Άννα Β.
_______________________________________ 
Έγραφε:
«Στη Γερμανία, για τέσσερις δεκαετίες είχαμε μόνο κοινοβουλευτικές “νίκες”. Πρακτικά βαδίζαμε από νίκη σε νίκη. Και όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τη μεγάλη ιστορική δοκιμασία της 4ης Αυγούστου 1914, το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφική πολιτική και ηθική ήττα, μια εξοργιστική κατάρρευση και σήψη χωρίς προηγούμενο.Μέχρι στιγμής, οι επαναστάσεις δε  μας έχουν δώσει τίποτα παρά ήττες. Αυτές οι αναπόφευκτες ήττες μας δίνουν σωρεία εγγυήσεων για την τελική νίκη.»
 «Μετά την 4η Αυγούστου [1914] η γερμανική σοσιαλδημοκρατία είναι ένα πτώμα που βρωμάει», γράφει η Ρόζα. Εκείνη την ημέρα οι βουλευτές του SPD, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, του οποίου η Λούξεμπουργκ ήταν μέλος, υπερψήφισαν μαζί με τα αστικά κόμματα τις πολεμικές δαπάνες παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε ορκίζονταν πως θα αντιστέκονταν «με όλα τα μέσα» σε περίπτωση που ξέσπαγε ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Έπρεπε να το κάνουν στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας», όπως το ίδιο έκανε και η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων της Β’ Διεθνούς στις χώρες τους.
 «Εξατμίστηκε ο πατριωτικός πυρετός από τους δρόμους. Το θέαμα τέλειωσε. Αντηχούν μόνο οι βραχνές κραυγές από τα όρνεα και τις ύαινες. Η τροφή για τα κανόνια που φορτώθηκε στα τρένα έγινε σκόνη στα πεδία των μαχών, πάνω στα οποία τα κέρδη ξεφυτρώνουν σαν τα αγριόχορτα. Οι επιχειρήσεις ευδοκιμούν στα ερείπια. Η αστική κοινωνία παρουσιάζεται τώρα ατιμασμένη, βουτηγμένη στο αίμα. Καμιά σχέση με τις καθώς πρέπει ηθικολογίες με πρόσχημα την κουλτούρα, τη φιλοσοφία, τη δεοντολογία, την τάξη, την ειρήνη και το κράτος δικαίου».
«Σε τι διαφέρουν [οι διακηρύξεις των αστικών κομμάτων] από τη σοσιαλδημοκρατική διακήρυξη; α. Ο πόλεμος επιβάλλεται σε μας από άλλους. β. Τώρα που ο πόλεμος είναι εδώ πρέπει να δράσουμε για αυτοάμυνα. γ. Στον πόλεμο αυτό ο γερμανικός λαός κινδυνεύει να χάσει τα πάντα. Είναι προφανές αναμάσημα της κυβερνητικής διακήρυξης. Με λίγα λόγια, αρχίζοντας από την 4η Αυγούστου μέχρι τη μέρα που θα κηρυχθεί η ειρήνη, η σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει την ταξική πάλη σαν να μην υπάρχει. Η πρώτη βροντή των κανονιών του Κρουπ μετέτρεψε τη Γερμανία σε μια φανταστική χώρα διαταξικής αλληλεγγύης και κοινωνικής αρμονίας. Μήπως οι κατέχουσες τάξεις, σε μια διάθεση πατριωτικού ενθουσιασμού, δήλωσαν ότι ενόψει των αναγκών του πολέμου παραχωρούμε τα μέσα παραγωγής, τη γη, τα εργοστάσια και τα εργοτάξια στην κατοχή του λαού; Μήπως απεμπόλησαν το δικαίωμά τους να βγάζουν κέρδος; Μήπως παραμέρισαν όλα τα πολιτικά τους προνόμια; Την ίδια στιγμή που οι άρχουσες τάξεις ήταν πλήρως εξοπλισμένες, η εργατική τάξη κάτω από την καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατίας, παρέδιδε τα δικά της όπλα».
Για τους εχθρούς της ήταν «αιμοσταγής», ενώ οι δημοσιογράφοι και οι γελοιογράφοι την παρουσιάζανε σαν μια μανιακή μέγαιρα. Στα γράμματα που έγραψε από τη φυλακή αναδεικνύεται μια εξαιρετική πολιτική ηθική, μια ηθική που φαινόταν να έρχεται από κάποιον άλλο κόσμο, μια ηθική που οι οπαδοί μιας ευτελούς Realpolitik δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Τον Δεκέμβριο του 1918 έγραφε στη Rote Fahne: «Η επαναστατική ενεργητικότητα, η πιο ανηλεής και ο ανθρωπισμός, ο πιο γενναιόδωρος, αυτά εμπνέουν τον μόνο αληθινό σοσιαλισμό. Έναν κόσμο πρέπει να τον ανατρέψουμε, αλλά κάθε δάκρυ που χύνεται ενώ θα μπορούσε να μη χυθεί είναι μια κατηγορία.»
Γράφει στη Σόνια Λήμπνεχτ στις 2 Μαΐου 1917: «Κάποτε, μου φαίνεται πως δεν είμαι ανθρώπινο πλάσμα, αλλά ένα πουλί, ή οποιοδήποτε ζώο που πήρε ανθρώπινη μορφή. Περισσότερο ταιριάζει στην ψυχή μου η γωνίτσα ενός κήπου, όπως εδώ, ή σε έναν κάμπο ξαπλωμένη στα χόρτα, παρά σε ένα συνέδριο του κόμματος. Σε σένα μπορώ να τα λέω αυτά, αφού δεν θα τρέξεις να με υποψιαστείς ότι προδίδω το σοσιαλισμό. Το ξέρεις ότι παρ’ όλα αυτά ελπίζω να πεθάνω στο πόστο μου: σε μια οδομαχία ή σε ένα κρατητήριο. Όμως, τα φυλλοκάρδια μου το ξέρουν πως ανήκω περισσότερο στα πουλιά παρά στους “συντρόφους” μου».

Αννα Β.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.