Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

3,14



στην π


Ξυπνάω το πρωί. Δεν θέλω να σηκωθώ είναι ακόμα εφτά. Ακόμα δεν έχει ξημερώσει και έχει κρύο. Θέλω κι άλλο ύπνο. Τα μάτια μου είναι βαριά. Δεν θέλω να σηκωθώ γαμώτο. Θέλω να δω ένα όνειρα ακόμα. Παρακαλώ. Παρακαλώ. Μόνο ένα όνειρο. Όχι. Πρέπει να πάω στην δουλειά. Το κεφάλι μου είναι βαρύ. Θα σηκωθώ. Σηκώνομαι. Χέζω. Χέζω μελαγχολικά. Πρέπει να πάω στην δουλειά. Τριάντα χρονών γαϊδούρι και πάλι σε φυλλάδια βρήκα δουλειά. Για 3 ευρώ την ώρα. Θα στέκομαι τέσσερις ώρες σαν τον μαλάκα δίνοντας διαφημιστικά φυλλάδια σε περαστικούς που δυσανασχετούν με την σαβούρα που τους αναγκάζεις να κρατήσουν ως τον επόμενο κάδο. Μελαγχολώ. Η καρδιά μου σφίγγεται. Σκατά. Φτιάχνω καφέ. Πρέπει να το πάρω απόφαση. Τι ωραία να έπεφτα για ύπνο πάλι. Ακόμα δεν έχει ξημερώσει. Τι κρίμα να μην πιω τον καφέ μου με την π. Σε κάποιο καφέ. Ακόμα και σπίτι. Σε ένα ζεστό μέρος και να πίνουμε ζεστό καφέ. Όμως πρέπει να τον πιω γρήγορα. Όχι σαν μια σύγχρονη τελετουργία που φέρνει κοντά τους ανθρώπους αλλά σαν ένα φάρμακο που τους κάνει παραγωγικούς. Τον πίνω γρήγορα. Καίγομαι. Δεν τον πίνω όλον.





Κατευθύνομαι προς το γραφείο. Εκεί που όλοι οι διανομείς παραλαμβάνουν το πακέτο με τα φυλλάδια και την οδηγία. Σε ποιο φανάρι να σταθούν. Είναι δέκα λεπτά νωρίτερα. Περιμένω στο κρύο. Έχει πάει οκτώ και δύο. Δεν έχει έρθει κανείς ακόμα. Προσεύχομαι να αργήσουν όλοι. Προσεύχομαι να μην έρθει κανείς. Το κρεβάτι μου ακόμα με περιμένει. Το κρεβάτι μου. Το όνειρο ακόμα μπορεί να συνεχιστεί. Ακόμα μπορώ να πάω για καφέ με την π. Έστω για τσάι. Έστω για έναν φυσικό χυμό πορτοκάλι. Οχτώ και τρία. Προσεύχομαι να έχουν πάθει ατύχημα. Όλοι. Αφεντικό και συνάδελφοι. Συνάδελφοι... Σιγά τα μουνόπανα. Όλοι. Να πεθάναν όλοι. Θέλω να έχω μια δικαιολογία που δεν δούλεψα. Α! Όλα κι όλα. Εγώ ήθελα. Αυτοί δεν ήρθαν. Η καρδιά μου σφίγγεται. έχει πάει οκτώ και τέσσερα. Αν δεν έρθουν μέχρι τις και δέκα θα φύγω. Θα τους πω πως τους περίμενα δεκαπέντε λεπτά. Και πως νόμισα πως έκανα λάθος. Θα πάω να κοιμηθώ. Όχι θα πάω για καφέ με την π μου. Θα γελάμε. Θα είναι ωραία. Σε ένα λεπτό φεύγω. Του λέιτ μάδερ φάκερς! Μισό λεπτό ακόμα. Σκατά  Το αφεντικό πλησιάζει. Προλαβαίνω ακόμα να κρυφτώ. Έχω ανάγκη τα δώδεκα γαμημένα ευρώ. Θα κάτσω.

Στέκομαι στο φανάρι Ναβαρίνου με Εγνατία. Είναι εννιά. Οι περαστικοί κατεβαίνουν σε ορδές.  Μοιράζω φυλλάδια. Βαριέμαι. Περιμένω να σχολάσω. Περιμένω να πάει δώδεκα για να σχολάσω. Περιμένω να πάει δώδεκα για δώδεκα ευρώ. Περιμένω να πάει εφτά για να βρεθώ με την π. Ο χρόνος δεν περνάει. Ο χρόνος δεν κυλάει. Κυνηγάω περαστικούς για να τους φορτώσω με ένα φυλλάδιο που θα το πετάξουν αμέσως. Κυνηγάω περαστικούς. Άλλοτε επειδή βαριέμαι και άλλοτε για να παριστάνω τον ευσυνείδητο εργαζόμενο. Βαριέμαι. Δεν έχει κανένα νόημα. Που πηγαίνουν όλοι αυτοί. Να δουλέψουν σε δουλειές το ίδιο ανούσιες με την δικιά μου. Να ψάξουν δουλειές το ίδιο ανούσιες με την δικιά μου. Να πληρώσουν τις τράπεζες. Να πληρώσουν λογαριασμούς. Δεν φτάνει που τους πληρώνεις χωρίς λόγο πρέπει να περιμένεις και υπομονετικά στην ουρά. Κάποιοι θα πάνε και για καφέ. Σκέφτομαι πως πρέπει να περάσει η ώρα. Να πάει δώδεκα να φύγω. Να πάει εφτά να βρω την π. Να πάει Παρασκευή να πάμε εκδρομή. Περιμένω να πάει δώδεκα για να πάρω δώδεκα ευρώ. Να πάει Παρασκευή να έχω μαζέψει εξήντα ευρώ. Να πάει Παρασκευή να πάω εκδρομή με την π. Μοιράζω. Μοιράζω. Μοιράζω. Βαριέμαι γαμώ τον Χριστούλη τους. Βαριέμαι. Τι κάνω εδώ. Βαριέμαι. Πρέπει να περάσει ο χρόνος. Πρέπει να περάσει ο χρόνος. Πέρασε.



Δώδεκα. Συγκίνηση. Πέρασε η πρώτη μέρα στη δουλειά. Άλλες τέσσερις έμειναν. Και πολύ τους είναι. Απλά θέλω να πάω εκδρομή με την π. Πρέπει να μαζέψω εξήντα ευρώ. Πηγαίνω στο γραφείο να πληρωθώ. Περιμένω. Η γραμματέας μου λέει είναι απασχολημένος. Της μάνας του το μουνί. Τον χρόνο που χάνω θα τον πληρωθώ παλιομαλάκα; Ε; Ε; Ε; Αρχίδι. Απασχολημένο αρχίδι. Περιμένω. Περιμένω. Έχουν περάσει δέκα λεπτά. Έχουν περάσει είκοσι. Βγαίνει ένας από το γραφείο του. Χτυπάω την πόρτα. Ανοίγω. Του χαμογελάω ευγενικά. Με σιχαίνομαι. Με ρωτάει πως μου φάνηκε. Του απαντάω πως να μου φανεί; Μου λέει: Θα τα καταφέρεις; Του λέω έτσι νομίζω. Μου λέει πολύ καλά λοιπόν, αύριο ίδια ώρα. Του λέω μήπως θα μπορούσα να πληρωθώ. Είχαμε πει πληρωμή αυθημερόν. Μου λέει ναι αλλά η πρώτη μέρα είναι δοκιμαστική. Τι λες ρε καριόλη του λέω γαμώ την Παναγία σου. Τι να δοκιμάσεις; Αν μπορώ να κουνάω το χέρι μου να δίνω φυλλάδια; Μαλάκας είσαι; Μου λέει έτσι δουλεύουμε εμείς. Του λέω καταρχήν ποιοι είστε οι εσείς. Γιατί οι μόνοι που είδα να δουλεύουν είμαστε εμείς. Δηλαδή εγώ και κάτι άλλοι φουκαράδες απ το πίκπα. Κατά δεύτερον θέλω τα λεφτά μου ΤΩΡΑ μην έχουμε άλλα. Μου λέει λυπάται. Του λέω εγω να δεις. Το αίμα μου έχει ανέβει στο μεταξύ μέχρι τα φρύδια. Αρκετά ψηλά για να τα βλέπω όλα κόκκινα. Τα μινίγγια μου έχουν αυτονομυθεί και παίζουν ταμπούρλο με το μυαλό μου. Θα τον γαμήσω. Θα τον γαμήσω. Θα τον γαμήσω τον πούστη. Θα σε γαμήσω του φωνάζω. Πούστη Μπινέ. Γαμιόλα. Βρωμόπουστα. Θα σε γαμήσω. Θα σε γαμήσω. Μια εκδρομή ήθελα να παώ με την π και μου το χαλάσες. Θα σε γαμήσω. Βρωμόπουστα. Μουνί. Μουνί της λάσπης. Παίρνω μια καρέκλα και την εκσφενδονίζω κατά πάνω του. Φωνάζει. Αστυνομία. Βοήθεια. Του λέω τι να σου κάνει και η αστυνομία αν ο άνθρωπος είναι πούστης. Πούστη πούστη πούστη. Σηκώνω την καρέκλα. Του την φέρνω στο κεφάλι. Η γραμματέας τσιρίζει. Σηκώνει το ακουστικό και παίρνει τους μπάτσους. Δεν δίνω σημασία. Τα βλέπω όλα κόκκινα. Του κοπανάω την καρέκλα στο κεφάλι. Πούστη του λέω. Ήθελα μόνο μια εκδρομή. Τον κοπανάω με την καρέκλα στο κεφάλι. Έχει χάσει τις αισθήσεις του. Τον κοπανάω. Πιο δυνατά. Πιο δυνατά. Ακόμα πιο δυνατά. Το ευχαριστιέμαι. Το κεφάλι του έχει γίνει πολτός. Τα μυαλά του έχουν κάνει φράκταλ στους τοίχους. Συνεχίζω να αποτίω φόρο τιμής στον μεγάλο δάσκαλο. Τον κοπανάω. Πιτσιλάει. Φόρος τιμής στον Ταραντίνο. Η γραμματέας ακόμα τσιρίζει. Ηρεμώ. Θαυμάζω το έργο μου. Ήθελα μόνο δώδεκα ευρώ γαμιόλη. Δες τι έκανες τώρα. Ήθελα μόνο μια εκδρομή με την π.



Πάω να φύγω. Στις σκάλες ακούω κάποιους να ανεβαίνουν. Είναι δυο μουνιά τις ΔΙΑΣ που ανεβαίνουν με περπάτημα με ενοχλούν τα αρχίδια μου και ύφος καουμπόι. Ναι. Ύφος καουμπόι. Ύφος καουμπόι και αμφίεση καουμπόι του διαστήματος. Κρύβομαι. Πηγαίνω από πίσω τους. Βλέπουν το θέαμα. Πηγαίνω πίσω από τον έναν και τραβάω το πιστόλι του από την θήκη. Το κολλάω στην κεφάλα του άλλου. Του λέω: φέρε μου και το δικό σου. υπακούει. Τους λέω. Ξέρετε ότι είστε μάστιγα για την κοινωνία; Γιατί δεν μένατε στα χωριά σας να φυτέψτε κανένα μαρούλι να κάνετε κάτι χρήσιμο να μην σας έχουμε και στα πόδια μας. Τι καταλάβατε τώρα; Δεν απαντάνε. Τρέμουν. Τι τρέμετε ρε κότες τους λέω. Πάρτε το απόφαση. Πυροβολώ τον πρώτο. Πυροβολώ τον δεύτερο. Παρ τους κάτω. Τι καταλάβατε; Κι όλα αυτά για μια εκδρομή. Κατεβαίνω κάτω. Βλέπω τις μηχανές τους. Τα μπλε φωτορυθμικά ακόμα αναμμένα. Μου έρχεται μια ιδέα. Τα ξεριζώνω και ανεβαίνω πάλι πάνω. Ακόμα λειτουργούν. Κοιτάω τα πτώματα των ΔΙΑΣ και χαμογελάω. Τους βγάζω τα παντελόνια και τους τα καρφώνω στα κωλοτρυπίδια τους. Αναβοσβήνουν. Γυρνάω στην γραμματέα που με κοιτάει τρομαγμένη και την ρωτάω. Πως σου φαίνεται; Πως να σου φανεί. Μόνο η π θα μπορούσε  να εκτιμήσει αυτό το έργο τέχνης. Αυτό το αριστούργημα. Μιλάμε για νέο τρόπο πραγμάτωσης της τέχνης πάνω στα συντρίμμια του παλιού κόσμου. Μιλάμε για την τέχνη με ταυ κεφαλαίο. Φαλλική και Εγκεφαλική. 



Έχει πάει μία. Πρέπει να βρω λεφτά για την εκδρομή. Έξι ώρες ακόμα για να δω την π. Όμως έχω δυο πιστόλια. Δυο πιστόλια και την Ελληνική Αστυνομία στο κατόπι μου.



Περπατάω. Περπατάω. Σκέφτομαι. Περπατάω. Πρέπει να βρω μια λύση. Περπατάω. Πλησιάζω την Ροτόντα. Μια ορδή από ξωτικούς τύπους έχει αμπαλάρει την πραμάτεια του σε άσπρα σεντόνια και βαδίζει βιαστικά ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω. Η δημοτική αστυνομία στο κατόπι. Η δουλειά της για σήμερα είναι να σώσει το εμπόριο από το παρεμπόριο. Με κάθε ανθρώπινο κόστος. Τρεις δημοτόμπατσοι έχουν στριμώξει έναν φουκαρά. Ένα ιδιαίτερα μελαψό αγόρι. Κάποιον μακρινό μας ξάδελφο. Έχω τα πιστόλια των μπάτσων στις τσέπες του μπουφάν. Αυτό μου δίνει αβαντάζ. Αυτό μου δίνει αυτοπεποίθηση. Μόλις πριν από λίγο έφαγα τρεις υπάνθρωπους. Αυτό με κάνει να νοιώθω ανανεωμένος. Απευθύνομαι στον έναν. Έτσι. Διαίρει και βασίλευε φάση. Άσε ήσυχο τον άνθρωπα, του λέω. Την δουλειά μου κάνω, μου λέει. Να πάνε πίσω στην χώρα τους συνεχίζει. Βρε μουνί του λέω εσένα σε έχει διορίσει να κάνεις αυτή την βρομοδουλειά η ίδια κυβέρνηση που έχει στείλει στρατό στην χώρα του να την κάνει πουτάνα. Να πας εσύ στη χώρα τους αν δεν σου αρέσει. Εμένα μου γουστάρουν οι τύποι. Δίνουν μια τροπική νότα στην σκατούπολη που σε ανέχεται αδιαμαρτύρητα. Μου λέει φύγε μην την πληρώσεις εσύ την νύφη. Δεν θύμωσα. Μόνο γαργαλεύτικα λίγο στα πνευμόνια. Τραβάω το πιστόλι και του λέω. Στα τέσσερα κουφάλα και κατέβαστα γιατί την νύφη θα την πληρώσεις εσύ. Υπακούει. Κάθεται στα τέσσερα και κατεβάζει τα παντελόνια. Οι άλλοι δυο κοιτούν έντρομοι. Του βάζω το πιστόλι στο κωλοτρυπίδι. Του λέω σου αρέσει; Μου γνέφει τσουκ. Του λέω. Φώναξε τρεις φορές μ' αρέσει. Υπακούει. Φωνάζει μ' αρέσει μ' αρέσει μ' αρέσει. Οι περαστικοί κοιτάνε. Νομίζουν είναι κάποια περφόρμανς. Οι μετανάστες χαμογελούν ικανοποιημένοι. Πυροβολώ. Έντερα και σκατά και αίμα παντού. Οι περαστικοί καταλαβαίνουν πως δεν είναι κάποια περφόρμανς. Οι μετανάστες ξεκαρδίζονται. Κάνω να φύγω. Κοιτάω το ρολόι. Είναι μια και μισή και ακόμα δεν έχω φράγκο. Στις εφτά πρέπει να βρω την π και ως την Παρασκευή να έχω μαζέψει λεφτά για την εκδρομή. Κάνω να φύγω. Μου έρχεται μια ιδέα. Γυρνάω σε έναν Αφρικανό που πουλάει τσάντες και του λέω, θα μου χαρίσεις μια; Χαμογελάει γνεύοντας ναι. Τα δόντια του λάμπουν σαν προάγγελος κάποιου κυοφορούμενου Διαφωτισμού.



Περπατάω. Βγαίνω Εγνατία. Κάθομαι σε μια στάση και περιμένω λεωφορείο. Θέλω να κατευθυνθώ προς Τούμπα. Αποφάσισα να ληστέψω μια τράπεζα εκεί που από μικρός ορεγόμουν. Εδώ που φτάσαμε σκέφτομαι, πρέπει τουλάχιστον να πάω εκδρομή. Στο λεωφορείο καταστρώνω το σχέδιο. Όσο σκέφτομαι ακούω μια φωνή να μου ζητάει να ελέγξει το εισιτήριο μου. Του λέω δεν έχω. Μου λέει πρόστιμο. Του λέω αν είχα λεφτά θα χτυπούσα εισιτήριο, τι πρόστιμο και παπαριές μου τσαμπουνάς. Δεν με πλήρωσε το αφεντικό. Δεν φταίω. Μου λέει ούτε αυτός φταίει. Του λέω καταρχάς φταις γιατί κάνεις αυτή την δουλειά. Δεύτερον να τα ζητήσεις από το αφεντικό μου. Μου λέει δεν ξέρει το αφεντικό μου. Του λέω πρώτον ούτε εμένα με ξέρεις και δεύτερον όλο και σε κάποια λέσχη για μουνόπανα θα έχετε γνωριστεί. Βρείτε τα μεταξύ σας και μην μου σκοτίζεται τον μπούτσο. Βγάζει το κινητό του και καλεί τους μπάτσους. Βρε μουνί του λέω και βγάζω το ένα πιστόλι. Αυτό με τα σκατά και τα αίματα. Το βλέπεις αυτό; Ο τύπος χλομιάζει. Τρέμει. Κατουριέται πάνω του. Η ταυτότητα ελεγκτή και το μπλοκάκι με τα πρόστιμα δεν είναι αρκετά πια για να διατηρήσει το ύφος Πορτοσάλτε. Δεν ντρέπεσαι λίγο του λέω. Σου είπα δεν έχω λεφτά. Πήγε να με κλέψει το αφεντικό μου. Τι συμβαίνει με όλους σας σήμερα; ΓΟΥΑΤΣ ΡΟΝΓΚ ΓΟΥΙΘ ΓΙΟΥ ΠΙΠΟΛ; Μια εκδρομή με την π θέλω να πάω γαμώ τον μπελά σας. Γιατί είσαι κακός άνθρωπος; Ε; Ε; Ε; Πες μου. Γιατί; Ε μουνί; Θολώνω. Του την μπουμπουνάω στην κεφάλα. Κατεβαίνω από το λεωφορείο. Πρέπει να βρω λεφτά. Η ώρα είναι δύο παρά τέταρτο.



Είναι δύο παρά πέντε. Μπαίνω στην τράπεζα και πηγαίνω στον διευθυντή. Του λέω γέμισε την τσάντα και μην κάνεις καμιά μαλακία γιατί από το πρωί τα νεύρα μου τα έχετε κάνει κρόσσια. Πηγαίνει με την τσάντα προς τα ταμεία. Την γεμίζει. Μου την δίνει. Τον βλέπω να πατάει τον συναγερμό. Αγανακτώ. Τον πιάνω με το καλό. Βρε μουνιά του λέω. Σας λέω δεν θέλω να δουλέψω. Μου λέτε πρέπει. Σας λέω οκ και μου λέτε πως δεν έχει δουλειές για μένα αυτήν την περίοδο και γενικός είναι δύσκολο τα πράγματα. Τι φάση είναι αυτή; Θα σας παρακαλάω; Σας λέω αφού οι τράπεζες έχουν τόσα λεφτά. Τι θα τα κάνουν; Στον κώλο τους θα τα βάλουν; Να μου δώσετε λίγα από αυτά. Μου λέτε πως αν τολμήσω να προσπαθήσω θα με βάλετε φυλακή. Τι φάση δηλαδή; Όλες τις αντιφάσεις του καπιταλισμού εγώ θα τις πληρώσω; Και εδώ που τα λέμε δεν ντρέπεσαι λίγο; Εσύ δεν ήσουν αυτός που μας παρακαλούσε να πάρουμε δάνεια και όταν σε παρακαλούσαμε λίγα χρόνια μετά να μην μας πάρεις το σπίτι έλεγες ότι δεν το παίρνεις εσύ αλλά η τράπεζα; Ε; Ε μαλάκα; Και τώρα τι σε πείραξε; Που ήρθα να πάρω λίγα λεφτά να πάω εκδρομή; Και τώρα θες να πάω φυλακή; Μπριτς! Δεν πάω. Να πας εσύ. Ή μάλλον όχι. Του τινάζω τα μυαλά στον αέρα. Φεύγω σαν κύριος με τα λεφτά στην τσάντα και αφήνοντας πίσω μου τις τσιρίδες του κόσμου σαν μουσικό χαλί.



Έχει πάει δύο. Ποιος περιμένει ως τις εφτά. Παίρνω τηλέφωνο την π. Της λέω τελικά ξεμπέρδεψα νωρίτερα. Μου λέει με σκεφτόσουν καθόλου; Της λέω συνέχεια. Της λέω ετοιμάσου. Τελικά θα φύγουμε εκδρομή από σήμερα.



                                                                                                                     Τάσσιος Θήτα

                                                                                                                     Θεσσαλονίκη, 7/02/2012    



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.