Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

100+1 μέρες για τους Δον Κιχώτες του Ασπροπύργου

«Τις πανοπλίες των εχθρών σου μην κοιτάς
Mόνο το φόβο τους στα μάτια που γυαλίζουν…»


Σ' ένα χωριό της επαρχίας Μάντσα, πολλούς αιώνες πριν, ζούσε ένας ιδαλγός (ιδαλγός < ισπανική, hidalgo < hijo de algo που σημαίνει «ο γιός κάποιου», όχι όποιος κι όποιος). Ήταν ένας ψηλός κι αδύνατος πενηντάρης ξερακιανός, με μακρουλό πρόσωπο, άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι με πάθη και αδυναμίες. Συχνά καβαλούσε τ’ άλογό του και χάνονταν για ώρες στα δάση της Καστίλης κυνηγώντας. Το μεγάλο πάθος του όμως ήταν το διάβασμα. Τον μάγευαν οι ιστορίες που μιλούσαν για ιππότες. Του άρεσε τόσο να διαβάζει που σιγά σιγά το πάθος του έγινε μανία. Διάβαζε ατέλειωτες ώρες, ώσπου δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει αν έξω από την πόρτα του ήταν μέρα ή νύχτα.

Τότε, απ’ τις σελίδες των βιβλίων του πετάχτηκαν αλλόκοτες ιδέες που φώλιασαν στην σκέψη του και την κυρίεψαν. Αποφάσισε να γίνει ο ίδιος ένας ιππότης, ν’ αφήσει τη ζεστασιά του σπιτιού του και να γυρίσει τον κόσμο. Όχι πως καίγονταν από καμιά επιθυμία να γνωρίσει άγνωστα μέρη. Μα, να, όλα αυτά που είχε διαβάσει τον έκαναν να πιστέψει πως μπορούσε να γίνει κι αυτός ένας ιππότης και να παλέψει κάθε μορφής αδικία που ξέφευγε απ’ σύνορα της ισπανικής επαρχίας κι απλώνονταν στα πέρατα του κόσμου. Κι έτσι κάποια μέρα το αποφάσισε.

Ξεκρέμασε απ’ το τζάκι ένα παλιό σκουριασμένο τουφέκι του παππού του, το ‘τριψε καλά, το λάδωσε, φόρεσε μια βαριά πανοπλία, πήρε τη λόγχη του κι ανέβηκε στη ράχη της υπομονετικής Ροσινάντης, του αλόγου του. Κίνησε για να σιάξει του κόσμου τις αδικίες. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού κοιτάζονταν μεταξύ τους κρυφογελώντας, κι έλεγαν πως «πάει αυτός, του σάλεψε, με ποιον πάει να τα βάλει;» Ο ήρωάς μας όμως ήταν αποφασισμένος να παλέψει, να κονταροχτυπηθεί, αψηφώντας τους κινδύνους που κάθε λογικός άνθρωπος μπορούσε να δει. Κάτι μέσα του του έλεγε πως στο τέλος αυτός θα είναι ο νικητής και κάποια μέρα τ' όνομά του θα μείνει στην ιστορία: Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα!



Εδώ και λίγα χρόνια, σε μια μικρή πόλη της Αττικής, σ’ ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε σίδερα, δούλευαν 400 εργάτες. Το καμίνι του δεν έσβηνε ποτέ κι όποια μέρα ή νύχτα περνούσες έξω από την πύλη, έβλεπες το φουγάρο να βγάζει φωτιά. Οι εργάτες αγαπούσαν πολύ τη δουλειά τους. Πάλευαν μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες για το μεροκάματό τους, χύνοντας αμέτρητο ιδρώτα, πολλές φορές κυριολεκτικά μέσα στη φωτιά, για να αυξάνουν συνεχώς την παραγωγή και να γεμίζουν τις φαρδιές τσέπες του αφεντικού τους με λεφτά.

Κι ενώ κάθε λογικός άνθρωπος θα περίμενε πως το αφεντικό βλέποντας τους εργάτες του ν’ αγαπούν τη δουλειά τους, τόσο, που πολλές φορές να ματώνουν οι ίδιοι μέσα στο εργοστάσιο, κι ενώ κάθε λογικός άνθρωπος θα περίμενε το αφεντικό να κάνει τα πάντα ώστε οι εργάτες του, ευχαριστημένοι να συνεχίσουν να κάνουν κι αυτοί τα πάντα γι’ αυτόν και το εργοστάσιό του –κάποιος μάλιστα άφησε τη ζωή του μέσα στο πυρωμένο ατσάλι- αυτός αποφάσισε να διώξει μερικούς και όσους κρατήσει να τους αναγκάσει να δουλέψουν ακόμα σκληρότερα, όποτε και όσο αυτός θέλει και με ακόμα μικρότερο μεροκάματο.

Ένα πρωί λοιπόν, οι εργάτες συγκεντρώνονται στο εργοστάσιο και αποφασίζουν να «φορέσουν τις πανοπλίες τους». Να διεκδικήσουν όσα προσπαθεί να τους κλέψει το αφεντικό. Αποφασίζουν να σβήσουν το καμίνι, να βγάλουν τις φόρμες της δουλειάς και να κλείσουν την πύλη του εργοστασίου. Να μην δουλέψουν ξανά, να κάνουν απεργία. Ξέρουν πως αυτό που πάνε να κάνουν είναι δύσκολο. Ξέρουν πως το αφεντικό έχει δύναμη, έχει πολλά λεφτά, σ’ έναν αγώνα με το χρόνο αυτός μπορεί να περιμένει. Επίσης το αφεντικό έχει κι άλλο εργοστάσιο, σε μια άλλη πόλη και οι εργάτες εκεί δέχτηκαν αυτά που τους επέβαλε. Ο φόβος σε κείνη τη μικρή πόλη ήταν πιο δυνατός από την αίσθηση του δίκιου…

Ο Δον Κιχώτης ξεπήδησε απ’ τις λέξεις που έβαλε σε σειρά πάνω στο χαρτί ένας συγγραφέας. Ύστερα, ένα μολύβι σχεδίασε γραμμές και το πινέλο ενός ζωγράφου του έδωσε μορφή και χρώμα. Οι χαλυβουργοί είναι άνθρωποι σαν εμάς, ζωντανοί, αυτό που λένε «της διπλανής πόρτας». Ένιωσαν –σε αντίθεση με μας- το αίμα να κοχλάζει, να μην χωρά στις φλέβες τους. Κάποιοι ήδη αναγνωρίζουν μέσα σ’ αυτούς τους ήρωες της καθημερινότητας τους εαυτούς τους, τους δικούς τους ανθρώπους, τους δικούς τους χώρους δουλειάς, τη δική τους καταπίεση. Κάποιοι τους κατέκριναν από την πρώτη στιγμή σαν παράφρονες «μα, με ποιον πάνε να τα βάλουν;». Άλλοι, φορώντας τις παντόφλες καθώς βυθίζονταν στον καναπέ τους, τους έχρισαν ονειροπόλους, προσπαθώντας να κρύψουν στην άκρη των ματιών τους μια σκιά φθόνου ή φόβου, λίγο πριν εκφράσουν την οργή τους στην οθόνη του δελτίου των οχτώ.

Πολλοί όμως ήταν αυτοί που έτρεξαν στην πύλη, κι όσο περνούσε ο καιρός γίνονταν και περσότεροι. Έσφιξαν το χέρι των απεργών, τους αγκάλιασαν, τους υποστήριξαν ηθικά και υλικά. Οι απεργοί πήραν δύναμη απ’ την συμπαράσταση και την αλληλεγγύη αυτών των ανθρώπων, αποφάσισαν να συνεχίσουν. Ο αγώνας τους έφτασε στα πέρατα του κόσμου. Τα μηνύματα αλληλεγγύης έφταναν από παντού. Ακόμα κι όταν τα πρώτα μικρά σύννεφα εμφανίστηκαν στο γαλανό ουρανό της αισιοδοξίας, αυτοί αποφάσισαν να συνεχίσουν. Που είναι οι συνάδελφοί τους; Που είναι οι εργάτες των άλλων εργοστασίων; Που είναι η τάξη τους, τ’ αδέρφια τους; Πόσο θ’ αντέχουν να είναι μόνοι;

Ξέρουν καλά πως δεν έχουν κάτι να περιμένουν από το αφεντικό, που τους την έχει στήσει στη γωνία κοιτάζοντας το ρολόι του. Δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τους «θεσμούς» που …υπηρετούν το αφεντικό χωρίς καν να τηρούν τα προσχήματα. Ούτε περιμένουν στήριξη μέσα από μια πλατιά προβολή του αγώνα τους. Είναι πιασμένα τα περάσματα, απ’ τους άλλους. Αυτό που τους δίνει κουράγιο για να συνεχίσουν, είναι η γνώση του πως κερδίζεται το δίκιο, η πίστη στην αποτελεσματικότητα του αγώνα, η ενότητα στις γραμμές τους, η συμπαγής σχέση με τις οικογένειές τους, η αλληλεγγύη μέρους του λαού που εκφράζεται με τρόπο πολλές φορές συγκινητικό. Ξέρουν που «πατάνε», που ανήκουν, ξέρουν τη δύναμη της τάξης τους. Σε αντίθεση με τον κλασικό ήρωα που δεν ένιωσε ο ίδιος την καταπίεση, οι χαλυβουργοί έχουν στο πετσί τους τα σημάδια της ανεξίτηλα χαραγμένα.

Ο στόχος είναι ξεκάθαρος, και ξέρουν τον τρόπο για να τον πετύχουν. Γι’ αυτό βγήκαν από την πύλη του εργοστασίου στον Ασπρόπυργο. Ξεχύθηκαν στ’ άλλα εργοστάσια, πλησίασαν τους εργάτες -στο Βόλο έδωσαν μάχη για να το καταφέρουν- τους μίλησαν για τη σπουδαιότητα της ενότητας όλων των εργατών, για τα πιο μαζικά χαρακτηριστικά που πρέπει ν’ αποκτήσει ο αγώνας. Δεν διακυβεύονται μόνο τα συμφέροντα των χαλυβουργών σ’ αυτόν τον αγώνα, αλλά όλων των εργαζομένων.

Οι χαλυβουργοί προσπαθούν να πείσουν πως χαμένος αγώνας είναι μόνο αυτός που ποτέ δεν δόθηκε. Ενέπνευσαν εργάτες σε μια σειρά χώρων δουλειάς, εργοστάσια, βιοτεχνίες, υπηρεσίες. Άναψαν πολλές φλόγες αντίστασης που καίνε διάσπαρτες στις αχανείς εκτάσεις της απάθειας και της αδιαφορίας μας. Πόσο θ’ αντέξουν άραγε αυτές οι μικρές φωτίτσες κόντρα στη βαρυχειμωνιά της μιζέριας και του ξεπεσμού που η κοινωνία μας δείχνει να έχει περιέλθει;

Ο παγκόσμιος ήρωας του Θερβάντες απαρνήθηκε τις σειρήνες της ευδαιμονίας, ακολούθησε τον μοναχικό του δρόμο, αγωνίστηκε με ηρωισμό για το «πιστεύω» του, κονταροχτυπήθηκε με τους ανεμόμυλους της αδικίας χωρίς ποτέ να κερδίσει τον πόλεμο που τους κήρυξε. Δεν ζήτησε και δεν κέρδισε την καταξίωση κανενός.

Ο αγώνας των χαλυβουργών μοιάζει σήμερα ποιο μοναχικός παρά ποτέ. Η αποφασιστικότητα δεν τους έχει εγκαταλείψει. Η καταξίωσή τους στη συνείδηση πολλών από μας, δεν είναι αρκετή. Ο αγώνας τους πρέπει να γιγαντωθεί, η φλόγα να μη σβήσει. Οι «ανεμόμυλοι» δεν θα πέσουν από ένα κοντάρι. Όση δύναμη κι αν έχουν τα χέρια που το κρατούν, αν μείνουν μόνα για πολύ, θα λυγίσουν και το κοντάρι θα τσακιστεί. Ακόμα κι αυτοί που δεν πέρασαν απ’ τον Ασπρόπυργο, ακόμα κι όσοι δεν γνώρισαν από κοντά τα πρόσωπα των αγωνιστών της χαλυβουργίας, τους αναγνωρίζουν από τα συνθήματα που φωνάζουν στις πορείες, στους δρόμους αυτής της πόλης, στις πλατείες. Χαλυβουργοί! Συνώνυμο της ταξικής συνείδησης, του πάθους, της δύναμης, της αισιοδοξίας, της υπομονής.

Ο Δον Κιχώτης τάραξε τα στάσιμα νερά της υψηλής κοινωνίας της εποχής του. Όσο κι αν κάποιους βόλευε να τον αντιμετωπίζουν σαν μια γραφική καρικατούρα, όσο κι αν κάποιους άλλους τους γοήτευε σαν ο «τρελός του χωριού», αυτός φώτισε τα όνειρα όσων –τσακισμένοι από την κοινωνική αδικία- έβρισκαν τη δύναμη να ονειρευτούν έναν κόσμο δίκαιο που να χωράει κι αυτούς.

Σήμερα που οι «ανεμόμυλοι» της καπιταλιστικής βαρβαρότητας αλέθουν τις κατακτήσεις και τα δικαιώματά μας, ας μην αφήσουμε άλλο τον χρόνο να κυλά. Σε λίγο θα διαλύσουν ότι μας απέμεινε, θα διαλύσουν κι εμάς. Αν τελικά είμαστε ιδαλγοί (ξεχάσατε τι σημαίνει;) ήρθε η ώρα να το δείξουμε. Ας φορέσουμε τις πανοπλίες των παππούδων και των πατεράδων μας. Ας σπάσουμε τις αλυσίδες που μας κρατούν φυλακισμένους στην αδράνεια, το φόβο, την υποταγή. Ας ενώσουμε τα κοντάρια μας μ’ αυτά των χαλυβουργών, με όλους όσους βγαίνουν στους δρόμους της δικής μας «Μάντσα». Μπορούμε να κερδίσουμε τον πόλεμο που ο ήρωας των παιδικών μας χρόνων, ποτέ δεν κέρδισε. 

Οι χαλυβουργοί έβαλαν την βόμβα στα θεμέλια της πλαδαρότητας και της απαισιοδοξίας μας. Ας ανάψουμε εμείς το φυτίλι της έκρηξης που θα συμπαρασύρει τη σαπίλα και τη βρωμιά και θα φωτίσει τις σκοτεινές νύχτες όσων ακόμα μπορούν να ονειρεύονται. Καλή αντάμωση στους «ανεμόμυλους»!



Δον Κιχώτες (Ο Τσε στη Νέα Υόρκη)


στίχοι: Παρασκευάς Καρασούλος
μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη




Χέρσα λιβάδια, οι λεωφόροι που περνάς
Kι οι ουρανοξύστες, ανεμόμυλοι που τρίζουν
Τις πανοπλίες των εχθρών σου μην κοιτάς
Mόνο το φόβο τους στα μάτια που γυαλίζουν


Στέλνει ο άνεμος ευχές από μακριά
Σκιές συντρόφων σου κυκλώνουνε την πόλη
Μια λιμουζίνα τ' άλογό σου προσπερνά
Άξιζε ο δρόμος ως εδώ κι ας λείπουν όλοι


Ας λέει ο χρόνος
Πως γερνάει η ζωή
Σφυρίζει ο άνεμος
Ακόμα αυτές τις νότες
Τις τραγουδάνε
Μες στις πόλεις
Δον Κιχώτες
Ας λέει ο χρόνος
Πως γερνάει η ζωή

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια υβριστικού και ρατσιστικού περιεχομένου.